- πύθιος
- -α, -ο / πύθιος, -ία, -ον, ΝΑ, κρητ. τ. αρσ. ποίτιος και πύτιος Α [Πυθώ]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πυθώ, τη χώρα γύρω από τους Δελφούς τής Φωκίδας, δελφικός2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πυθία, στον Πύθιο Απόλλωνα ή στα Πύθια, πυθικός3. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Πύθιοιοι κάτοικοι τών Δελφών4. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Πύθιος, Ποίτιος, Πύτιοςπροσωνυμία τού Απόλλωνος| αρχ.1. (το αρσ. και θηλ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Πύθιοι, αἱ Πύθιαιοι θεότητες που λατρεύονταν στους Δελφούς2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) (στη Σπάρτη) τέσσερεις άνδρες οι οποίοι είχαν καθήκον να λαμβάνουν από την Πυθία χρησμούς σχετικούς με τις υποθέσεις τής πολιτείας.
Dictionary of Greek. 2013.